27/10/09

Ανοιχτή επιστολή προς τον κ. Α. Χίτλερ

Εξοχώτατε,

Η Ελλάδα, το γνωρίζετε, θέλησε να μείνει έξω από τον πόλεμο αυτό. Όταν κηρύχτηκε, άρχιζε μόλις να αναλαμβάνει από τις βαθύτατες πληγές που είχαν αφήσει στο σώμα της πόλεμοι εξωτερικοί και εσωτερικές διαιρέσεις, και ούτε δυνάμεις είχε, ούτε διάθεση, ούτε λόγο να αναμιχθεί σε πόλεμο. [...]

Η Ελλάδα, όταν οι Ιταλοί έπνιξαν στο λιμάνι της Τήνου την «ΕΛΛΗ» και βρήκε τα θραύσματα των τορπιλών και βεβαιώθηκε ότι ήταν ιταλικά, τα έκρυψε. Γιατί; Διότι, αν τ’ αποκάλυπτε, θα ήταν υποχρεωμένη ή να κηρύξει τον πόλεμο, ή να δεχθεί την κήρυξη του πολέμου. Δεν ήθελε, λοιπόν, τόν πόλεμο με τους Ιταλούς η Ελλάδα. Ούτε μόνη, ούτε με Συμμάχους, ούτε με βαλκανικούς, ούτε με Άγγλους. Ήθελε στη μικρή αυτή γωνία της Γης να ζήσει κατά το δυνατόν ήσυχη, επειδή ήταν κατάκοπη, επειδή είχε πολεμήσει πολύ και επειδή η γεωγραφική της θέση είναι τέτοια, ώστε να μη θέλει να έχει εχθρούς ούτε τους Γερμανούς στην ξηρά, ούτε τους Άγγλους στη θάλασσα. [...]

Όταν λίγο μετά την «ΕΛΛΗ», παρουσιάστηκαν απτές αποδείξεις της μελλοντικής ιταλικής επίθεσης, η Ελλάδα [...] στράφηκε – το θυμάστε, Εξοχώτατε; – σε Σας. Και ζήτησε την προστασία σας. Και τι απαντήθηκε τότε στην Ελλάδα; Τι απαντήθηκε δε γνωρίζω καλά. Γνωρίζω όμως από το στόμα του αποθανόντος πρωθυπουργού μας, ότι η Γερμανία απάντησε στο διάβημά μας συνιστώντας να μη δώσουμε αφορμή – να μην επιστρατευτούμε δηλαδή – και να είμαστε ήσυχοι.

Δεν δώσαμεν λοιπόν αφορμή, δεν επιστρατευτήκαμε, μέναμε ήσυχοι ή μάλλον κοιμόμασταν ήσυχοι – διότι την προηγουμένη μας είχαν κάνει και το γεύμα οι Ιταλοί -, όταν μας παρουσιάστηκε με το τελεσίγραφο ο πρέσβυς της Ιταλίας. [...]

Τι συνέβη από τις ώρες εκείνες, το γνωρίζετε και Εσεις και ο κόσμος ολόκληρος. Νικιούνται οι Ιταλοί. Και νικιούνται εκεί, στρατιωτικά, σώμα προς σώμα, από εμάς, τους μικρούς, τους αδυνάτους. Όχι από τους Άγγλους. Διότι Άγγλος στρατιώτης δεν πάτησε στην Αλβανία. Νικιούνται. Γιατί; Διότι δεν έχουν ιδανικά, διότι δεν έχουν ψυχή. Διότι… – Αλλ’ αυτό είναι έξω του θέματος.

Απέναντι της μάχης αυτής βέβαιο είναι, δότι μας δηλώθηκε, ότι μείνατε θεατής: «Η υπόθεση αυτή, μας είπατε, δε μ’ ενδιαφέρει. Είναι ιστορία ιταλική. Δεν θα παρέμβω παρά μόνο όταν Αγγλικός Στρατός αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκην, σε μεγάλες ποσότητες». Θα μπορούσαμε, έκτοτε, Εξοχώτατε, να Σας ρωτήσουμε: «Και η Φλωρεντία;… Και το ότι την ημέρα ακριβώς κατά την οποία μας επιτίθονταν οι Ιταλοί, συναντιόσανταν μαζί τους και τους παραδίδατε την Ελλάδα;»… Αλλά δε θελήσαμε. [...]

Αλλά κατά το διάστημα τούτο, [...] Εσεις αρχίσατε να συγκεντρώνετε στρατεύματα στη Ρουμανία. Τα πρώτα ήταν προς εκπαίδευση των Ρουμάνων. Τα δεύτερα προς προστασία των πετρελαίων. Τα τρίτα για να κρατήσουν τα σύνορα. Τα τέταρτα… – αλλά τα τέταρτα πλέον ήταν τριακόσιες χιλιάδες.

Τότε ο υπογεγραμμένος μετέβην ως δημοσιογράφος στη Βουλγαρία, πέρασε το δρόμο τον οποίο τώρα περνούν οι στρατοί σας και, αφού επέστρεψα, είπα στο μακαρίτη Πρωθυπουργό:

- Ο μέχρι Σόφιας δρόμος έχει διαπλατυνθεί πρόσφατα. Οι ξύλινες γέφυρες έχουν προσφάτα υποστηριχθεί με πασσάλους. Τα υπολείμματα της ξυλείας βρίσκονται ακόμα εκεί. Είναι προφανές ότι οι Βούλγαροι έχουν ετοιμάσει τώρα, όπως όπως, το δρόμο για να περάσει στρατός… [...]

Φαίνεται – λένε του κόσμου τα ραδιόφωνα – ότι οι Γερμανοί θέλουν να εισβάλουν στην Ελλάδα. Σας ρωτάμε: ΓΙΑΤΙ; [...] Μήπως για να σωθούν στην Αλβανία οι Ιταλοί;… Αλλά για τι είδους σωτηρία θα πρόκειται; Οι Ιταλοί δε θα είναι ηττημένοι οριστικά, τελεσίδικα, παγκόσμια και αιώνια, μόλις ακόμη και ένας μόνο Γερμανός στρατιώτης πατήσει στην Ελλάδα; Δεν θα φωνάζει όλος ο κόσμος ότι σαράντα πέντε εκατομμύρια αυτοί (οι Ιταλοί) , αφού επιτέθηκαν εναντίον μας που είμαστε μόλις οκτώ, ζήτησαν τώρα τη βοήθεια άλλων ογδόντα πέντε εκατομμυρίων (των Γερμανών) για να σωθούν;… [...]

Αλλά θα μας ρωτήσετε ίσως, Εξοχώτατε: «Καλά όλα αυτά. Και οι Άγγλοι;…» Αλλά τους Άγγλους, Εξοχώτατε, δεν τους φέραμε εμείς, τους έφεραν στην Ελλάδα οι Ιταλοί. Τώρα λοιπόν σ’ αυτούς τους οποίους έφεραν οι Ιταλοί, να τους πούμε να φύγουν;… Και, έστω, να τους πούμε να φύγουν. Αλλά σε ποιους; Στους ζωντανούς. Πώς, όμως, να διώξουμε τους νεκρούς, αυτούς που έπεσαν στα βουνά μας, αυτούς που προσγειώθηκαν στην Αττική πληγωμένοι και άφησαν εδώ την τελευταία πνοή, αυτούς οι οποίοι, ενώ καιγόταν η πατρίδα τους ήρθαν εδώ και αγωνίστηκαν εδώ, και έπεσαν εδώ και βρήκαν εδώ ένα τάφο;… Ακούστε, Εξοχώτατε: υπάρχουν ατιμίες που στην Ελλάδα δε γίνονται. Και αυτά είναι καθαρές ατιμίες. [...]

Κι Εσεις; Εσεις, – κατά τα λεγόμενα πάντοτε – θα επιχειρήσετε να εισβάλετε στην Ελλάδα. Κι εμείς, Λαός αφελής ακόμα, δεν το πιστεύουμε. Δεν πιστεύουμε ότι στρατός με ιστορία και με παράδοση – αυτό και οι εχθροί του δεν το αρνούνται – θα θελήσει να κηλιδωθεί με μια πράξη πανάθλια. Δεν πιστεύουμε ότι ένα Κράτος πάνοπλο, ογδόντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων [...] θα ζητήσει να πλευροκοπήσει ένα Έθνος μικρό που αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενο απέναντι σε μια Αυτοκρατορία σαράντα πέντε εκατομμυρίων.

Διότι τι θα κάνει ο Στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών στείλει η Ελλάδα φύλακες στα σύνορά της είκοσι χιλιάδες τραυματίες, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους για να τον υποδεχθούν;… Αυτούς τους στρατιώτες φύλακες θα υπάρξει Στρατός για να τους χτυπήσει;

Αλλά όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ο λίγος ή πολύς Στρατός των Ελλήνων, που είναι ελεύθερος, όπως στάθηκε στην Ήπειρο, θα σταθεί, αν κληθεί, και στη Θράκη. Και τι να κάνει; Θα πολεμήσει. Και εκεί. Και θα αγωνισθεί. Και εκεί. Και θα πεθάνει. Και εκεί. Και θ’ αναμείνει το δρομέα, που ήρθε πριν από πέντε χρόνια και έλαβε από την Ολυμπία το φως, να επιστρέψει από το Βερολίνο, για να μεταβάλει σε δαυλό την λαμπάδα και να φέρει την πυρκαγιά στο μικρό σε έκταση, αλλά μέγιστο αυτό τόπο, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμο όλο να ζεί, πρέπει τώρα να του μάθη και να πεθαίνει.

Μετ’ εξόχου τιμής
Γ. Α. Βλάχος

Από την εφημερίδα «Καθημερινή» της 8ης Μαρτίου 1941. 
Τα αποσιωπητικά [...] δηλώνουν κείμενο που παραλήφθηκε. 
Η επιστολή μπορεί να βρεθεί ολόκληρη 
σε πρωτότυπη γλώσσα στο διαδίκτυο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου