(Ο Συμεών που μιλούσε στο Θεό)
Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά. Γράμματα
Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:
-Και τι σου λέει, παππού;
Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση.
Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
-Μήπως είναι φαντασία σου;
-Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
-Ήρθε και σήμερα;
-Ήρθε.
-Και τι σου είπε;
-Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ - πρωΐ.
Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ - πρωΐ πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπίστωσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί πού κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά:
«Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.
καταπληκτικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή